Ο Πλωτίνος[1] αρχίζει την πραγματεία του με την απορία του γιατί πρέπει να επιστρέφει στο φυσικό πεδίο μετά από κάθε εκστατική του εμπειρία στον εσώτερο αληθινό Εαυτό και πώς η ψυχή έφτασε να εγκλωβιστεί στο σώμα, αφού η ποιότητά της την κατατάσσει σ’ένα ανώτερο επίπεδο.
Προσπαθώντας να δώσει μιαν απάντηση κι έχοντας ως δεδομένο τη θεϊκή καταγωγή της ψυχής, θεωρεί πως δεν είναι κακό αυτή να παρέχει στο σώμα τη δύναμη του καλού, αφού η πρόνοια για το κατώτερο (το υλικό) δεν της αποστερεί τη δυνατότητα παραμονής της στο επίπεδο του θεϊκού Νου.
Διότι κάποιος μπορεί να φροντίζει ένα πράγμα με δύο τρόπους: ή επιστατώντας το ως βασιλιάς ή εμπλεκόμενος στην όλη διαδικασία, οπότε κι επηρεάζεται από τη φύση αυτού που πράττει. Λέει λοιπόν πως η Κοσμική Ψυχή διοικεί ως βασιλιάς, αιωρούμενη πάνω από τη δημιουργία, στέλνοντας προς αυτήν τη δύναμή της χωρίς να υφίσταται κάποια μεταβολή η ίδια λόγω αυτής της ενέργειας.
Όσο για την παρεμπόδιση της επικοινωνίας της ψυχής με τον Νοητό Κόσμο εξαιτίας της επιβάρυνσής της με επιθυμίες, λύπες και ηδονές κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της μέσα στα φυσικά σώματα, ο Πλωτίνος λέει πως τίποτε απ’ αυτά δεν αφορά την ψυχή γιατί αυτή δεν μπορεί να ανήκει σε κάτι μερικό. Δεν είναι η ψυχή που ανήκει στο σώμα, αλλά το σώμα που ανήκει σ’αυτήν.
Συνεχίζει λέγοντας πως οι ψυχές είναι πολλές και μία. Και οι πολλές προκύπτουν από τη μία Συμπαντική Ψυχή, όπως από ένα γένος προκύπτουν ανώτερα και κατώτερα είδη. ‘Οταν λοιπόν η ψυχή στρέφεται προς τον Νοητό Κόσμο, ο οποίος προηγείται αυτής, μετέχει του Νου. Όταν στρέφεται προς τον υλικό κόσμο, τότε βάζει τάξη, διοικεί κι εξουσιάζει αυτό που είναι μετά απ’αυτήν.
Εξάλλου, ο Πλωτίνος θεωρεί πως δεν θα μπορούσε να σταματήσει κάθε κίνηση στο επίπεδο του Νοητού, αφού θα υπήρχε πάντα η δυνατότητα γέννησης ενός κατώτερου μεν, αλλά αναγκαίου δημιουργήματος. Εφόσον λοιπόν ο θείος Νους εκδηλώνεται ως υλικός κόσμος, οι ατομικές ψυχές που προκύπτουν φέρουν μαζί τους τον πόθο της επιστροφής στην πηγή από την οποία προήλθαν, ενώ συγχρόνως είναι στραμμένες προς τον κόσμο στον οποίο μετέχουν.
Αν λοιπόν οι ψυχές, υποκινούμενες από την ανάμνηση της προέλευσής τους, στραφούν προς τον Νοητό Κόσμο, θεώνται τα Όντα, τις Ιδέες, γιατί πάντοτε φέρουν μαζί τους τις ποιότητες της αρχικής τους φύσης.
Έτσι λοιπόν οι ψυχές γίνονται αμφίβιες, ζώντας συγχρόνως εδώ, στον κόσμο της ύλης και της αίσθησης και εκεί, στον κόσμο του Νοητού, όχι όμως όλες στον ίδιο βαθμό, πράγμα που εξαρτάται από την ιδιαιτερότητα της φύσης τους ή από την τύχη.
Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, υπάρχει μια αναγκαιότητα η οποία αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία των ψυχών και ωθεί τον κόσμο προς την υλική του ύπαρξη. Χάριν λοιπόν κάποιας παραστατικότητας, εμφανίζεται ο Θεός να «σπέρνει» ψυχές και να δημιουργεί τα όντα μέσα σε μια χρονική διάρκεια, ενώ στην ουσία αυτές υπήρχαν πάντα κι εμφανίστηκαν ταυτόχρονα. Άρα η γένεση και η σπορά των ψυχών και η κάθοδός τους στο μεταβαλλόμενο κόσμο είναι μια αναγκαιότητα η οποία εμπεριέχει και τη δική τους θέληση. Επομένως η αναγκαιότητα και το εκούσιο δεν είναι ασυμβίβαστα. Αν επομένως όλα αυτά είναι μια φυσική αναγκαιότητα, τότε δεν γίνονται αναίτια και χωρίς σκοπό, αλλά με στόχο να συμβάλλουν σ’ ένα θεϊκό σχέδιο.
Από τη στιγμή λοιπόν της καθόδου της ψυχής και της βύθισής της στα σώματα, αρχίζει η διαδικασία αξιολόγησής της και η εμπειρία της είναι ανάλογη του βαθμού ταύτισής της με το υλικό. Εάν καταφέρει ν’ αποσπασθεί εγκαίρως, οι βλαπτικές επιπτώσεις περιορίζονται στην απόκτηση της επίγνωσης από μέρους της του κακού, ενώ εν τω μεταξύ θα έχει αποκαλύψει τις ποιότητες της, οι οποίες σε άλλη περίπτωση θα παρέμεναν στην αφάνεια και θα υπήρχαν μάταια. Ούτε καν η ίδια δεν θα είχε τη γνώση των εν δυνάμει κρυμμένων χαρακτηριστικών της φύσης της, αφού ουδέποτε θα εκδηλώνονταν.
Οι εκδηλώσεις της ψυχής στον εξωτερικό κόσμο της ύλης δίνουν τη δυνατότητα να θαυμάσει κανείς, μέσα από τις δράσεις της, τον εσωτερικό της πλούτο. Η έξοχη ομορφιά στο αισθητό αποτελεί ένδειξη για την τελειότητα του Νοητού. Και όλα τα όντα, νοητά και αισθητά, έχουν σύνδεση και συγγένεια. Τα μεν νοητά υφίστανται από μόνα τους, τα δε αισθητά αντλούν την ύπαρξή τους από τη μέθεξή τους με το Νοητό.
Η ψυχή λοιπόν, ευρισκόμενη σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο, παίρνει από τον κόσμο του Νοητού και ταυτόχρονα χορηγεί στον κόσμο των αισθητών. Επομένως δεν απορροφάται ολοκληρωτικά από το υλικό κι ένα μέρος της, το ανώτερο, υπάρχει πάντα εστιασμένο στη θέαση των Όντων.
Την επιμέλεια της στήλης με γενικό τίτλο Περιήγηση στα κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων έχει η Σοφία Παπαλεξάτου. Τα κείμενα αυτά αποτελούν το απόσταγμα της μελέτης που γίνεται από το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο, κάθε Τετάρτη βράδυ στην έδρα του ΕΛΛΟΣΣΑΪ.
[1] Ο Πλωτίνος (204-270 μ.Χ.), ο ιδρυτής του νεοπλατωνισμού, υπήρξε ο σπουδαιότερος φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας. Γεννήθηκε και σπούδασε στην Αίγυπτο, δίδαξε όμως κυρίως στη Ρώμη, όπου συνέγραψε μιαν εκτενή σειρά πραγματειών, οι οποίες εκδόθηκαν από τον μαθητή του Πορφύριο σε έξι συλλογές, γνωστές ως Εννεάδες, λόγω του ότι η καθεμιά περιέχει 9 πραγματείες. Τα έργα του Πλωτίνου φανερώνουν πως δεν ήταν απλώς ένας θεωρητικός στοχαστής της πλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά ένας αφοσιωμένος αναζητητής της Αλήθειας που είχε διατρέξει την αναγωγική πορεία προς το Αγαθόν και είχε βιώσει την Ομορφιά και την Ευδαιμονία της ένωσης με το Θείο.